Η διγλωσσία και ο τρόπος με τον οποίο σχετίζεται με την γλωσσική ανάπτυξη είναι κάτι που απασχολεί την επιστημονική κοινότητα. Ένας λόγος που αυτό μπορεί να συμβαίνει είναι γιατί δεν υπάρχει πληθώρα ερευνών για αυτό το ζήτημα. Κατ’ επέκταση, και οι γονείς δίγλωσσων παιδιών προβληματίζονται.
Πιο συγκεκριμένα, οι δίγλωσσοι γονείς ανησυχούν ότι η έκθεση σε πολλές γλώσσες μπορεί να λειτουργήσει ανασταλτικά ως προς την γλωσσική ανάπτυξη του παιδιού τους (Beauchamp & MacLeod, 2017; Drysdale, van der Meer, & Kagohara, 2015; Hampton et al., 2017; Ijalba, 2016; Kay-Raining Bird, Lamond & Holden, 2012; KremerSadlik, 2005; Uljarević et al., 2016).
Το ίδιο, όμως, φαίνεται να πιστεύουν και πολλοί επαγγελματίες του χώρου και προτείνουν στους γονείς να χρησιμοποιούν μόνο μια γλώσσα όταν μιλάνε με το παιδί τους (Beauchamp & MacLeod, 2017; Ijalba, 2016; Kay-Raining Bird et al., 2012; Kremer-Sadlik, 2005; Yu, 2013).
Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι γονείς αποφασίζουν να μιλάνε στο παιδί τους την γλώσσα της χώρας διαμονής, ακόμα και όταν αυτή η γλώσσα δεν είναι η κυρίαρχη των ίδιων και έχουν ενδεχομένως ελλείψεις σε αυτή (Hampton et al., 2017; Kremer-Sadlik, 2005; Yu, 2013).
Ειδικότερα, αν οι γονείς μιλάνε στο παιδί μια γλώσσα που γνωρίζουν λιγότερο καλά, είναι πολύ πιθανό τα παιδιά να μαθαίνουν λιγότερες λέξεις και να ακούν απλουστευμένες μορφολογικές και γραμματικές δομές (Altan & Hoff, 2018).
Σε όλες τις περιπτώσεις, ο ρόλος του λογοθεραπευτή είναι σημαντικός ως προς την αξιολόγηση του παιδιού με διγλωσσία.
Στην αξιολόγηση ατόμων με πολιτιστικές και γλωσσολογικές διαφορές είναι σημαντικό για το λογοθεραπευτή να εξακριβώσει εάν το άτομο εκδηλώνει επικοινωνιακή διαταραχή ή επικοινωνιακή διαφορά ανάμεσα στη μητρική/ κυρίαρχη γλώσσα (Γ1) και στη δεύτερη γλώσσα (Γ2).
Η διαταραχή μπορεί να διαγνωστεί μόνο όταν το άτομο εκδηλώνει δυσκολίες σε όλες τις γλώσσες του/της. Εάν παρουσιάζονται διαφορές μόνο όταν μιλάει στη δεύτερη γλώσσα, τότε αυτές θεωρούνται γλωσσικές διαφορές. (Καμπανάρος Μ., 2007).
Έτσι γίνεται κατανοητό, πως αν το παιδί έχει γλωσσική διαταραχή αυτή θα επηρεάζει γενικευμένα τη χρήση και των δύο γλωσσών που χρησιμοποιεί. Ωστόσο, τα δίγλωσσα παιδιά ενδέχεται να παρουσιάσουν και πιο αργό ρυθμό ανάπτυξης συγκριτικά με τα μονόγλωσσα σε κάποιες πτυχές της γλωσσικής εκμάθησης, κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής τους. Έχει διαπιστωθεί, για παράδειγμα, ότι τα δίγλωσσα παιδιά κατακτούν κάποια σχετικά δύσκολα μορφοσυντακτικά φαινόμενα σε κάθε τους γλώσσα σε πιο μεγάλη ηλικία. Η διαφορά αυτή, όμως, δεν οφείλεται σε κάποιο έλλειμμα στη νοητική τους λειτουργία στην ικανότητα εκμάθησης μιας γλώσσας. Αντιθέτως, αποτελεί μια φυσιολογική αντανάκλαση του μικρότερου βαθμού έκθεσης που έχουν τα δίγλωσσα παιδιά σε κάθε τους γλώσσα ξεχωριστά, σε σχέση με τα μονόγλωσσα στη μοναδική τους γλώσσα. Με άλλα λόγια, τα δίγλωσσα παιδιά έχουν μικρότερη εμπειρία με την κάθε τους γλώσσα, γιατί, εξ ορισμού, ο καθημερινός χρόνος γλωσσικής έκθεσης και χρήσης μοιράζεται μεταξύ των δύο τους γλωσσών. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να κατακτούν κάποια δύσκολα γλωσσικά φαινόμενα σχετικά πιο αργά. Το σημαντικό, όμως, είναι ότι στο τέλος θα κατακτήσουν την κάθε τους γλώσσα πλήρως, δεδομένου, φυσικά, ότι συνεχίζουν να χρησιμοποιούν και να ακούν την κάθε τους γλώσσα σε ικανοποιητικό βαθμό στην καθημερινότητά τους. (Δρα. Αντωνίου Κυριάκος, 2019)
Σε έρευνες που αφορούσαν πληθυσμό μονόγλωσσων και δίγλωσσων παιδιών με αναπτυξιακή γλωσσική διαταραχή (ΑΓΔ) καθώς και μονόγλωσσων και δίγλωσσων παιδιών χωρίς κάποια γλωσσική διαταραχή, παρουσιάστηκαν τα παρακάτω:
Τα δίγλωσσα παιδιά με ΑΓΔ παρουσιάζουν γλωσσικές ελλείψεις σε σύγκριση με τα τυπικά αναπτυσσόμενα δίγλωσσα και μονόγλωσσα παιδιά, ειδικά όσον αφορά τη ρηματική μορφολογία (Gutiérrez-Clellen, Simon-Cereijido, & Wagner, 2008).
Παρ’όλα αυτά, τα δίγλωσσα παιδιά με ΑΓΔ τα οποία έχουν εκτεθεί κατευθείαν μετά τη γέννηση, παρατεταμένα και σταθερά και στις δύο γλώσσες παρουσιάζουν συγκρίσιμες, αν όχι καλύτερες μετρήσεις στη μορφοσυντακτική δομή, από μονόγλωσσα παιδιά με την ίδια διαταραχή (Paradis, Crago, & Genesee, 2006; Paradis, Crago, Genesee, & Rice, 2003).
Επίσης, δεν βρέθηκαν διαφορές ανάμεσα σε δίγλωσσα και μονόγλωσσα παιδιά με ΑΓΔ, όσον αφορά αφηγηματικές δομές (Pearson, 2002; Tsimpli et al., 2016).
Φαίνεται, λοιπόν, πως η διγλωσσία δεν προκαλεί γλωσσική διαταραχή. Μπορεί, βέβαια, να παρατηρηθούν κάποιες γλωσσικές διαφορές ανάμεσα στις δύο γλώσσες που χρησιμοποιεί το παιδί.
Παρά την παγιωμένη άποψη ότι τα παιδιά με νευροαναπτυξιακές διαταραχές πρέπει να μαθαίνουν μια μόνο γλώσσα, δεν υπάρχουν πραγματικά εφαρμοσμένες αποδείξεις που να το υποστηρίζουν αυτό. Αν και λίγες είναι οι έρευνες, οι οποίες εστιάζουν στην γλωσσική ανάπτυξη των δίγλωσσων παιδιών με νευροαναπτυξιακές διαταραχές, όλες αναφέρουν ότι τα μονόγλωσσα και δίγλωσσα παιδιά παρουσιάζουν όμοια ηλικιακή γλωσσική κατάκτηση και συγκρίσιμες αντιληπτικές και εκφραστικές ικανότητες στην κυρίαρχη και δευτερεύουσα γλώσσα (Beauchamp & MacLeod, 2017; Ohashi et al., 2012).
Λογοθεραπευτής
Τοπαλίδης Εμμανουήλ